θεοσεπτωρ

θεοσεπτωρ
    θεοσέπτωρ
    θεο-σέπτωρ
    -ορος adj. m благочестивый, набожный
    

(σεμνὸς καὴ θ. Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "θεοσεπτωρ" в других словарях:

  • θεοσέπτωρ — θεοσέπτωρ, ὁ (Α) ο θεοσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σέπτωρ (< σέβομαι), τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. ουσιαστικό] …   Dictionary of Greek

  • θεοσέπτωρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • ti̯egʷ- —     ti̯egʷ     English meaning: to retreat in fear     Deutsche Übersetzung: ‘scheu vor etwas zurũcktreten or auffahren”     Material: O.Ind. tyájati (= Gk. σέβω) “verläßt, steht from etwas back”, with ni “verscheuchen, verdrängen”, with niṣ… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»